- περιγενομένου
- περιγίγνομαιto be superior toaor part mid masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευωρία — η, ΝΑ, και σκαιωρία Α [σκευωρός] δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου τής τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.) αρχ. 1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών 2. πολύ μεγάλη φροντίδα … Dictionary of Greek